- λώτινος
- λώτινος, -ίνη, -ον (Α) [λωτός]1. αυτός που προέρχεται από το δένδρο λωτός («λώτινον ξύλον», Θεόφρ.)2. κατασκευασμένος από ξύλο λωτού («οἱ δὲ καλούμενοι λώτινοι αὐλοὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ὑπὸ Ἀλεξανδρέων, καλούμενοι φώτιγγες», Αθήν.)3. ο κατάφυτος από λωτούς («λώτινοι ὄχθοι Ἀχέροντος», Σαπφ.)4. ο κατασκευασμένος με γαλάζια άνθη της νυμφαίας λωτού («στέφανος λώτινος», Αθήν.)5. το ουδ. ως ουσ. τὸ λώτινονονομασία διαφόρων δένδρων και θάμνων τής Λιβύης, αλλ. λωτός6. φρ. «λώτιναι ἀηδόνες»μτφ. οι αυλοί.
Dictionary of Greek. 2013.